αχρείαστος

αχρείαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε κάτι, άχρηστος, περιττός
2. εκείνος τον οποίο εύχεται κανείς να μη χρειαστεί («αχρείαστο να 'ναι»)
3. αχρείος, άχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτυρο μσν.) αχρείαστος (την ύπαρξη του οποίου πιστοποιεί το μσν. επίρρ, αχρειάστως) < χρεία «χρησιμότητα, χρήση, ανάγκη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αχρείαστος — η, ο εκείνος που δεν τον χρειάζεται κανείς ή εύχεται να μην τον χρειαστεί: Να κι η αναπηρική του πολυθρόνα, αχρείαστη να ναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”